ἀετιδεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀετιδεύς οἱ ἀετιδεῖς
      γενική τοῦ ἀετιδέως τῶν ἀετιδέων
      δοτική τῷ ἀετιδεῖ τοῖς ἀετιδεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀετιδέ τοὺς ἀετιδέᾱς
     κλητική ! ἀετιδεῦ ἀετιδεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀετιδεῖ
γεν-δοτ τοῖν  ἀετιδέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀετιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀετ(ός) + -ιδεύς

Ουσιαστικό

ἀετιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Αναφορές

  1. λήγουν σε -ιδέας - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.