ἀδιαφορία

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀδιαφορί αἱ ἀδιαφορίαι
      γενική τῆς ἀδιαφορίᾱς τῶν ἀδιαφοριῶν
      δοτική τῇ ἀδιαφορί ταῖς ἀδιαφορίαις
    αιτιατική τὴν ἀδιαφορίᾱν τὰς ἀδιαφορίᾱς
     κλητική ! ἀδιαφορί ἀδιαφορίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀδιαφορί
γεν-δοτ τοῖν  ἀδιαφορίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀδιαφορία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀδιάφορ(ος) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε ἀ- στερητικό + δια- + φορ- (φέρω) + -ία.

Ουσιαστικό

ἀδιαφορία θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.