ἀδιαφορία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀδιαφορίᾱ | αἱ | ἀδιαφορίαι | ||||
| γενική | τῆς | ἀδιαφορίᾱς | τῶν | ἀδιαφοριῶν | ||||
| δοτική | τῇ | ἀδιαφορίᾳ | ταῖς | ἀδιαφορίαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἀδιαφορίᾱν | τὰς | ἀδιαφορίᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | ἀδιαφορίᾱ | ἀδιαφορίαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδιαφορίᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀδιαφορίαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἀδιαφορία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀδιάφορ(ος) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε ἀ- στερητικό + δια- + φορ- (φέρω) + -ία.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη διαφέρω
Πηγές
- ἀδιαφορία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.