ἀδεής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀδεής τὸ ἀδεές οἱ, αἱ ἀδεεῖς τὰ ἀδε
Γενική τοῦ, τῆς ἀδεοῦς τοῦ ἀδεοῦς τῶν ἀδεῶν τῶν ἀδεῶν
Δοτική τῷ, τῇ ἀδεεῖ τῷ ἀδεεῖ τοῖς, ταῖς ἀδεέσι(ν) τοῖς ἀδεέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀδε τὸ ἀδεές τοὺς, τὰς ἀδεεῖς τὰ ἀδε
Κλητική ἀδεές ἀδεές ἀδεεῖς ἀδε
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀδεεῖ
Γενική-Δοτική ἀδεοῖν

Ετυμολογία

  1. ἀδεής < ἀ- + δέος / δείδω
  2. ἀδεής < ἀ- + δέομαι

Επίθετο

ἀδεής

    1. (αμετάβατο) που δεν φοβάται
    2. (μεταβατικό) που δεν φοβίζει, δεν τρομάζει
    3. σίγουρος, ασφαλής
  1. αυτάρκης

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.