ἀδεής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀδεής | τὸ ἀδεές | οἱ, αἱ ἀδεεῖς | τὰ ἀδεῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀδεοῦς | τοῦ ἀδεοῦς | τῶν ἀδεῶν | τῶν ἀδεῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀδεεῖ | τῷ ἀδεεῖ | τοῖς, ταῖς ἀδεέσι(ν) | τοῖς ἀδεέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀδεῆ | τὸ ἀδεές | τοὺς, τὰς ἀδεεῖς | τὰ ἀδεῆ |
| Κλητική | ἀδεές | ἀδεές | ἀδεεῖς | ἀδεῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀδεεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | ἀδεοῖν | |||
Επίθετο
ἀδεής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.