ἁβρύνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἁβρύνω | ἁβρύνομαι |
| Παρατατικός | ἥβρυνον | ἡβρυνόμην |
| Μέλλοντας | ἁβρυνῶ | ----(*)---- |
| Αόριστος | ἥβρυνα | ----(*)---- |
| Παρακείμενος | ----(*)---- | ----(*)---- |
| Υπερσυντέλικος | ----(*)---- | ----(*)---- |
| Συντελ.Μέλλ. |
ἁβρύνω (α΄πρόσωπο οριστικής ενεργητικού ενεστώτα)
Παράγωγα
Σύνθετα
Σημειώσεις
- το ρήμα ἁβρύνω είναι ελλιπές, η χρήση του είναι περισσότερο στη μέση φωνή "ἁβρύνομαι", που είναι ποιητικό και μεταγενέστερο, στην αρχαία πεζογραφία απαντάται από τον Ξενοφώντα (Αγησίλαος 9,2) και τον Πλάτωνα (Απολογία 20).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.