ἀβλάβεια

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀβλάβει αἱ ἀβλάβειαι
      γενική τῆς ἀβλαβείᾱς τῶν ἀβλαβειῶν
      δοτική τῇ ἀβλαβεί ταῖς ἀβλαβείαις
    αιτιατική τὴν ἀβλάβειᾰν τὰς ἀβλαβείᾱς
     κλητική ! ἀβλάβει ἀβλάβειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀβλαβεί
γεν-δοτ τοῖν  ἀβλαβείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀβλάβεια < αρχαία ελληνική ἀβλαβ(ής) + -εια

Ουσιαστικό

ἀβλάβεια θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.