ἀέξω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀέξω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ἀέξω ποιητικός τύπος του αὔξω

  1. αυξάνω, διευρύνω, ενθαρρύνω, ανατρέφω, ισχυροποιώ
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 195 (195-196)
    ἔνθ᾽ ὅ γε κεῖτ᾽ ἀχέων, μέγα δὲ φρεσὶ πένθος ἀέξει | σὸν νόστον ποθέων· χαλεπὸν δ᾽ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει.
    Κείτεται εκεί περίλυπος, το πένθος μέσα τουμέρα τη μέρα μεγαλώνει, | ποθώντας τον δικό σου νόστο, και τον βαραίνουν τα γεράματα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 489 (489-491)
    Τηλέμαχος δ᾽ ἐν μὲν κραδίῃ μέγα πένθος ἄεξε | βλημένου, οὐδ᾽ ἄρα δάκρυ χαμαὶ βάλεν ἐκ βλεφάροιϊν, | ἀλλ᾽ ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων.
    Όσο για τον Τηλέμαχο, ένιωσε μέσα του την πίκρα να φουσκώνει, | αλλά δεν άφησε από τα βλέφαρά του να κυλήσει δάκρυ· | κουνώντας μόνο το κεφάλι, βυσσοδομούσε την εκδίκηση.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
  2. ανυψώνω, δοξάζω, εκθειάζω, επαινώ
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 6 (6-8)
    ῥεῖα δ᾽ ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, | ῥεῖα δέ τ᾽ ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει | Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, ὃς ὑπέρτατα δώματα ναίει.
    εύκολα τον περιφανή μειώνει και υψώνει τον αφανή, | εύκολα διορθώνει το άδικο και ταπεινώνει τον υπερόπτη, | ο Δίας που από ψηλά βροντά και κατοικεί στα υπέρτατα δώματα.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
  3. διασκορπίζω, εξαπλώνομαι, υπερβάλλω, μεγαλοποιώ
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 226
    τὰν ὁ μέγας μῦθος ἀέξει.
    και μεγάλος ο λόγος τους γρήγορα τώρα φουσκώνει.
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greeklanguage.gr
  4. (στην παθητική φωνή) αυξάνομαι, γίνομαι μεγάλος
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 84 (84-85)
    Ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ, | τόφρα μάλ᾽ ἀμφοτέρων βέλε᾽ ἥπτετο, πῖπτε δὲ λαός·
    Και όσο ήτο αυγή και τ᾽ άγιο φως αύξαινε της ημέρας, | έπεφταν και των δυο στρατών άνδρες πολλοί στην μάχη
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 377 (376-377)
    μουνογενὴς δὲ πάις εἴη πατρώιον οἶκον | φερβέμεν· ὣς γὰρ πλοῦτος ἀέξεται ἐν μεγάροισιν·
    Είθε να έχεις ένα παιδί μοναχογιό τον πατρικό να σώζει | οίκο. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο στο σπίτι μέσα αυξάνει ο πλούτος.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr

Σύνθετα

  • ἀναέξω
  • ἀπαέξομαι
  • ἐναέξω
  • ἐπαέξω
  • παραέξω

Συγγενικά

  • ἀεξίβιος
  • ἀεξίγυιος
  • ἀεξίκακος
  • ἀεξίκερως
  • Ἀεξιμένης
  • ἀεξίνοος
  • ἀεξίνους
  • ἀεξίτοκος
  • ἀεξίτροφος
  • ἀεξίφυλλος
  • ἀεξίφυτος

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.