ἀεξίβιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀεξίβιος τὸ ἀεξίβιον
      γενική τοῦ/τῆς ἀεξιβίου τοῦ ἀεξιβίου
      δοτική τῷ/τῇ ἀεξιβί τῷ ἀεξιβί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀεξίβιον τὸ ἀεξίβιον
     κλητική ! ἀεξίβιε ἀεξίβιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀεξίβιοι τὰ ἀεξίβι
      γενική τῶν ἀεξιβίων τῶν ἀεξιβίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀεξιβίοις τοῖς ἀεξιβίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀεξιβίους τὰ ἀεξίβι
     κλητική ! ἀεξίβιοι ἀεξίβι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀεξιβίω τὼ ἀεξιβίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀεξιβίοιν τοῖν ἀεξιβίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀεξίβιος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ἀεξίβιος, -ος, -ον

  • (σπάνιο) (σε επιγραφή) που αυξάνεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής κάποιου
      Επιγραφή αχρονολόγητη από την Ρώμη της Ιταλίας. IGUR III 1379. στίχος 10 (στίχοι 9-10) @epigraphy.packhum.org
    ἐς δ’ ὅσον ἐνπνείει βίοτόν τε ἐπὶ ἦμαρ ἐρύκει,
    δύσμορος ἀντλήσει ❦ πένθος ἀεξίβιον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.