قالابالق

Οθωμανικά τουρκικά (ota)

Ετυμολογία

قالابالق < τύπος قالابالق (γalabalık) θέμα από την αραβική غَلَبَة (γalaba, ?) λείπει η μετάφραση (< ρίζα غ ل ب‎ (ḡ-l-b)) + επίθημα ـلق

Επίθετο

قالابالق (kalabalık)

Ουσιαστικό

قالابالق (kalabalık)

  1. συνωστισμός
  2. ανακατωμένο σύνολο από πράγματα
  3. όλα τα υπάρχοντα (ιδίως τα έπιπλα]

Απόγονοι

قالابالق (kalabalık) (οθωμανικά τουρκικά)

τουρκικά: kalabalık
μεσαιωνικά ελληνικά: καλαμπαλίκι
νέα ελληνικά: καλαμπαλίκι
κρητικά: χαλαμπαλίκι

Πηγές

  • σελ. 1348 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.