υπάρχοντα
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
υπάρχοντα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα περιουσιακά στοιχεία κάποιου
- (ειδικότερα) τα προσωπικά αντικείμενα κάποιου, όσα έχει στο σπίτι του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.