яблоко
Ρωσικά (ru)
Ετυμολογία
- яблоко < πρωτοσλαβική *jablъko / *ablъko (συγκρίνετε τα: αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα аблъко (ablŭko), βουλγαρικά ябълка, ουκρανική яблуко, λευκορωσική яблык, πολωνική jabłko, σλοβενική jabolko, σερβικά јабука, τσεχικά jablko κ.λπ.) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ébl̥ / *h₂ebōl (συγκρίνετε τα: γερμανικά Apfel, ολλανδικά appel, νορβηγική eple,ιρλανδική úll, σκοτική γαελική ubhal, λιθουανική óbuolỹs, πιθανόν αρχαία ελληνική ἄμπελος, κ.λπ.)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈjæbləkə/
- ⓘ
Ουσιαστικό
яблоко (ru) (jábloko) ουδέτερο
Παράγωγα
Κλίση
κλίση του яблоко
| ενικός | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | я́блоко | я́блоки |
| γενική | я́блока | я́блок |
| δοτική | я́блоку | я́блокам |
| αιτιατική | я́блоко | я́блоки |
| οργανική | я́блоком | я́блоками |
| προθετική | я́блоке | я́блоках |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.