яблоня
Ρωσικά (ru)
Ετυμολογία
- яблоня < πρωτοσλαβική *(j)ablonь
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈjæblənʲə/
- ⓘ
Συγγενικά
Κλίση
κλίση του яблоня
| ενικός | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | я́блоня | я́блони |
| γενική | я́блони | я́блонь |
| δοτική | я́блоне | я́блоням |
| αιτιατική | я́блоню | я́блони |
| οργανική | я́блоней (я́блонею) | я́блонями |
| προθετική | я́блоне | я́блонях |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.