ιρλανδικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ιρλανδικά
      γενική των ιρλανδικών
    αιτιατική τα ιρλανδικά
     κλητική ιρλανδικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιρλανδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιρλανδικός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

Στατιστική έρευνα του 1871 για τους ομιλητές της ιρλανδικής (γαελικής) στην Ιρλανδία.
Νησίδες ιρλανδικής γλώσσας (γαελικών), 20ος αιώνας.

ιρλανδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) επίσημη γλώσσα της Ιρλανδίας (μαζί με την αγγλική). Ανήκει στη γαελική ομάδα των κελτικών γλωσσών. Τα πρώτα γραπτά της κείμενα ήταν με χαρακτήρες που συνιστούσαν εξέλιξη των ρουνών)· αργότερα υιοθέτησε το λατινικό αλφάβητο.
    Από το 1921 είναι υποχρεωτική η διδασκαλία των ιρλανδικών (γαελικών) στα σχολεία της Ιρλανδίας.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

ιρλανδικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.