фонд
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /font/
Ουσιαστικό
фонд (ru) αρσενικό
- κεφάλαιο που προορίζεται για κάποιο σκοπό
- απόθεμα, πόροι, σύνολο από πράγματα
- (οικονομία) επενδυτικό κεφάλαιο
- (οικονομία) αποθεματικό ταμείο
- (οικονομία) κονδύλι προϋπολογισμού
- (οικονομία, νομικός όρος) μη κερδοσκοπικός οργανισμός, κοινωφελές ίδρυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.