фонд

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /font/

Ουσιαστικό

фонд (ru) αρσενικό

  1. κεφάλαιο που προορίζεται για κάποιο σκοπό
  2. απόθεμα, πόροι, σύνολο από πράγματα
  3. (οικονομία) επενδυτικό κεφάλαιο
  4. (οικονομία) αποθεματικό ταμείο
  5. (οικονομία) κονδύλι προϋπολογισμού
  6. (οικονομία, νομικός όρος) μη κερδοσκοπικός οργανισμός, κοινωφελές ίδρυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.