ό,τι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ό,τι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὅ τι (και ὅ,τι)[1], ουδέτερο του ὅστις

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.ti/
ομόηχο: ότι στη σημασία «μόλις» (ότι#Προφορά 2))

Αντωνυμία

ό,τι ουδέτερο (αναφορική αντωνυμία)

  1. οτιδήποτε
    Θα κάνω ό⸒τι θέλεις
    Ό,τι κι αν σου πω, δε θα με πιστέψεις.
  2. αυτό που
    ό,τι σου λέω είναι αλήθεια
    ό,τι να 'ναι
  3. όποιος, οποιοσδήποτε (στην περίπτωση αυτή, ενώ η αντωνυμία είναι ουδετέρου γένους, συχνά συνοδεύει αρσενικά ή θηλυκά ουσιαστικά)
    Ό,τι άνθρωπος και να 'σαι, δεν αντέχεις τέτοια θηριωδία. (όποιον χαρακτήρα κι αν έχεις)
    Θα κάνω ό,τι δουλειά θέλεις. (όποια δουλειά, οποιαδήποτε δουλειά)

Σημειώσεις

  • ο ειδικός σύνδεσμος «ότι» εισάγει πρόταση αλλά είναι αδύνατο να αναλυθεί σε αναφορική πρόταση (μου είπε ότι θα έρθει)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.