όλε

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.le/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όλε

Ετυμολογία 1

όλε < άμεσο δάνειο από την ισπανική olé / ole

Επιφώνημα

όλε

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

όλε: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

όλε αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.