ωριλάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωριλάς οι ωριλάδες
      γενική του ωριλά των ωριλάδων
    αιτιατική τον ωριλά τους ωριλάδες
     κλητική ωριλά ωριλάδες
Δείτε το άκλιτο ωριλά.
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωριλάς < ωριλά (άκλιτο) + < ΩΡΛ

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ɾiˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ωριλάς

Ουσιαστικό

ωριλάς αρσενικό

  • (λαϊκότροπο) κλιτή μορφή του ωριλά, ο ωτορινολαρυγγολόγος
      το μόνο πράγμα που κατεβαίνει απ' τον λαιμό του που 'χει φράξει από κάτι που κανείς παθολόγος κι ωριλάς δεν βρίσκει, μα που εγώ ξέρω, μετά βεβαιότητος, πως είναι κατάθλιψη
    Αύγουστος Κορτώ, Το βιβλίο της Κατερίνας, Εκδόσεις Πατάκης, 2016.
      ΕΤΣΙ ΠΕΡΑΣΕ τα σύνορα ο Θανάσης κι εγώ γνώρισα τον Θανάση τον Ωριλά γιατί είχα μια φλεγμονή στο τούτο μου. «Καθήστε», μου είπε ο Ωριλάς.
    Έλενα Ακρίτα, Tης Mαρίας..., εφημερίδα Τα Νέα, 22 Μαΐου 2004.

Συγγενικά

 και δείτε τους όρους ωτο-, ρινο-, λαρυγγο- και -λόγος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.