ΩΡΛ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ΩΡΛ < αρχικά των συλλαβών ωτο- + ρινο- + λαρυγγολόγος

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ɾiˈla/ (απαγγελία των συλλαβών Ω, Ρι, Λα)

Συντομομορφή

Ω.Ρ.Λ. αρκτικόλεξο και συντομογραφία

Συγγενικά

 και δείτε τους όρους ωτο-, ρινο-, λαρυγγο- και -λόγος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.