ωραιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωραιότητα οι ωραιότητες
      γενική της ωραιότητας των ωραιοτήτων
    αιτιατική την ωραιότητα τις ωραιότητες
     κλητική ωραιότητα ωραιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωραιότητα < αρχαία ελληνική ὡραιότης

Ουσιαστικό

ωραιότητα θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ιδιότητα του ωραίου, η ομορφιά για πιο αφηρημένες έννοιες αλλά και για ανθρώπους

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.