ωλέκρανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ωλέκρανο τα ωλέκρανα
      γενική του ωλεκράνου
& ωλέκρανου
των ωλεκράνων
    αιτιατική το ωλέκρανο τα ωλέκρανα
     κλητική ωλέκρανο ωλέκρανα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωλέκρανο < αρχαία ελληνική ὠλέκρανον
η άρθρωση του αγκώνα και το ωλέκρανο

Ουσιαστικό

ωλέκρανο ουδέτερο

  • (ανατομία) η κεφαλή του οστού της ωλένης, που συμμετέχει στο σχηματισμό της άρθρωσης του αγκώνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.