ψωροφιλότιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψωροφιλότιμος | η | ψωροφιλότιμη | το | ψωροφιλότιμο |
| γενική | του | ψωροφιλότιμου | της | ψωροφιλότιμης | του | ψωροφιλότιμου |
| αιτιατική | τον | ψωροφιλότιμο | την | ψωροφιλότιμη | το | ψωροφιλότιμο |
| κλητική | ψωροφιλότιμε | ψωροφιλότιμη | ψωροφιλότιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψωροφιλότιμοι | οι | ψωροφιλότιμες | τα | ψωροφιλότιμα |
| γενική | των | ψωροφιλότιμων | των | ψωροφιλότιμων | των | ψωροφιλότιμων |
| αιτιατική | τους | ψωροφιλότιμους | τις | ψωροφιλότιμες | τα | ψωροφιλότιμα |
| κλητική | ψωροφιλότιμοι | ψωροφιλότιμες | ψωροφιλότιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ψωροφιλότιμος, -η, -ο,
- κάποιος που δείχνει φιλότιμος σε πράγματα που δεν έχουν αξία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.