ψωροπερηφάνια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψωροπερηφάνια οι ψωροπερηφάνιες
      γενική της ψωροπερηφάνιας
    αιτιατική την ψωροπερηφάνια τις ψωροπερηφάνιες
     κλητική ψωροπερηφάνια ψωροπερηφάνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψωροπερηφάνια < ψωροπερήφανος

Ουσιαστικό

ψωροπερηφάνια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.