ψωμοτύρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψωμοτύρι τα ψωμοτύρια
      γενική του ψωμοτυριού των ψωμοτυριών
    αιτιατική το ψωμοτύρι τα ψωμοτύρια
     κλητική ψωμοτύρι ψωμοτύρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψωμοτύρι < ψωμί + τυρί

Ουσιαστικό

ψωμοτύρι ουδέτερο

  1. ψωμί και τυρί
  2. (μεταφορικά) πολύ φτωχό γεύμα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.