ψυχογλωσσολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψυχογλωσσολογία | οι | ψυχογλωσσολογίες |
| γενική | της | ψυχογλωσσολογίας | των | ψυχογλωσσολογιών |
| αιτιατική | την | ψυχογλωσσολογία | τις | ψυχογλωσσολογίες |
| κλητική | ψυχογλωσσολογία | ψυχογλωσσολογίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψυχογλωσσολογία < ψυχο- + γλωσσολογία, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική psycholinguistics [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /psi.xo.ɣlo.so.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χο‐γλωσ‐σο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
ψυχογλωσσολογία θηλυκό
- (γλωσσολογία) η επιστήμη που μελετά τη γλώσσα από ψυχολογική άποψη
Αναφορές
- ψυχογλωσσολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.