ψυκτικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψυκτικό | τα | ψυκτικά |
| γενική | του | ψυκτικού | των | ψυκτικών |
| αιτιατική | το | ψυκτικό | τα | ψυκτικά |
| κλητική | ψυκτικό | ψυκτικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψυκτικό < ουδέτερο του ψυκτικός· αντί του ψυκτικό υγρό
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.