ψιψίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψιψίνα οι ψιψίνες
      γενική της ψιψίνας
    αιτιατική την ψιψίνα τις ψιψίνες
     κλητική ψιψίνα ψιψίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψιψίνα < (ηχομιμητική λέξη) ψιψ(ί) + -ίνα[1]

Ουσιαστικό

ψιψίνα θηλυκό(αρσενικό ψιψίνος ουδέτερο ψιψινάκι)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη γάτα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.