ψηφοθηρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψηφοθηρικός | η | ψηφοθηρική | το | ψηφοθηρικό |
| γενική | του | ψηφοθηρικού | της | ψηφοθηρικής | του | ψηφοθηρικού |
| αιτιατική | τον | ψηφοθηρικό | την | ψηφοθηρική | το | ψηφοθηρικό |
| κλητική | ψηφοθηρικέ | ψηφοθηρική | ψηφοθηρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψηφοθηρικοί | οι | ψηφοθηρικές | τα | ψηφοθηρικά |
| γενική | των | ψηφοθηρικών | των | ψηφοθηρικών | των | ψηφοθηρικών |
| αιτιατική | τους | ψηφοθηρικούς | τις | ψηφοθηρικές | τα | ψηφοθηρικά |
| κλητική | ψηφοθηρικοί | ψηφοθηρικές | ψηφοθηρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ψηφοθηρικός
|
|
Αναφορές
- σελ. 1137, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.