ψηφιδοθέτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψηφιδοθέτης οι ψηφιδοθέτες
      γενική του ψηφιδοθέτη των ψηφιδοθετών
    αιτιατική τον ψηφιδοθέτη τους ψηφιδοθέτες
     κλητική ψηφιδοθέτη ψηφιδοθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψηφιδοθέτης (μαρτυρείται από το 1887)[1] < ψηφίς + -θέτης

Ουσιαστικό

ψηφιδοθέτης αρσενικό

Αναφορές

  1. σελ. 1137, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.