ψηφίδωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψηφίδωμα | τα | ψηφιδώματα |
| γενική | του | ψηφιδώματος | των | ψηφιδωμάτων |
| αιτιατική | το | ψηφίδωμα | τα | ψηφιδώματα |
| κλητική | ψηφίδωμα | ψηφιδώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /psiˈfi.ðo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψη‐φί‐δω‐μα
Μεταφράσεις
ψηφίδωμα
|
Πηγές
- ψηφίδωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.