ψηλαφιστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψηλαφιστός | η | ψηλαφιστή | το | ψηλαφιστό |
| γενική | του | ψηλαφιστού | της | ψηλαφιστής | του | ψηλαφιστού |
| αιτιατική | τον | ψηλαφιστό | την | ψηλαφιστή | το | ψηλαφιστό |
| κλητική | ψηλαφιστέ | ψηλαφιστή | ψηλαφιστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψηλαφιστοί | οι | ψηλαφιστές | τα | ψηλαφιστά |
| γενική | των | ψηλαφιστών | των | ψηλαφιστών | των | ψηλαφιστών |
| αιτιατική | τους | ψηλαφιστούς | τις | ψηλαφιστές | τα | ψηλαφιστά |
| κλητική | ψηλαφιστοί | ψηλαφιστές | ψηλαφιστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ψηλαφιστός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.