ψηλάφηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψηλάφηση οι ψηλαφήσεις
      γενική της ψηλάφησης* των ψηλαφήσεων
    αιτιατική την ψηλάφηση τις ψηλαφήσεις
     κλητική ψηλάφηση ψηλαφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψηλαφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψηλάφηση < (ελληνιστική κοινή) ψηλάφησις < αρχαία ελληνική ψηλαφέω, -ῶ

Ουσιαστικό

ψηλάφηση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.