ψεύδισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψεύδισμα | τα | ψευδίσματα |
| γενική | του | ψευδίσματος | των | ψευδισμάτων |
| αιτιατική | το | ψεύδισμα | τα | ψευδίσματα |
| κλητική | ψεύδισμα | ψευδίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpse.vði.zma/
Ουσιαστικό
ψεύδισμα ουδέτερο και τσεύδισμα
- η λανθασμένη εκφορά κάποιων φθόγγων, κυρίως των συριστικών
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.