ψευδίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψευδίζω < ψευδ(ός) + -ίζω [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pseˈvði.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψευδίζω

Ρήμα

ψευδίζω (χωρίς παθητική φωνή)

  • μιλάω ψευδά, δεν προφέρω τους φθόγγους σωστά, ιδιαίτερα τους συριστικούς
    άλλες μορφές: τσευδίζω

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ψεύδομαι

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ψεύδομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.