ψευδίζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pseˈvði.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψευ‐δί‐ζω
Ρήμα
ψευδίζω (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψευδίζω | ψεύδιζα | θα ψευδίζω | να ψευδίζω | ψευδίζοντας | |
| β' ενικ. | ψευδίζεις | ψεύδιζες | θα ψευδίζεις | να ψευδίζεις | ψεύδιζε | |
| γ' ενικ. | ψευδίζει | ψεύδιζε | θα ψευδίζει | να ψευδίζει | ||
| α' πληθ. | ψευδίζουμε | ψευδίζαμε | θα ψευδίζουμε | να ψευδίζουμε | ||
| β' πληθ. | ψευδίζετε | ψευδίζατε | θα ψευδίζετε | να ψευδίζετε | ψευδίζετε | |
| γ' πληθ. | ψευδίζουν(ε) | ψεύδιζαν ψευδίζαν(ε) |
θα ψευδίζουν(ε) | να ψευδίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψεύδισα | θα ψευδίσω | να ψευδίσω | ψευδίσει | ||
| β' ενικ. | ψεύδισες | θα ψευδίσεις | να ψευδίσεις | ψεύδισε | ||
| γ' ενικ. | ψεύδισε | θα ψευδίσει | να ψευδίσει | |||
| α' πληθ. | ψευδίσαμε | θα ψευδίσουμε | να ψευδίσουμε | |||
| β' πληθ. | ψευδίσατε | θα ψευδίσετε | να ψευδίσετε | ψευδίστε | ||
| γ' πληθ. | ψεύδισαν ψευδίσαν(ε) |
θα ψευδίσουν(ε) | να ψευδίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψευδίσει | είχα ψευδίσει | θα έχω ψευδίσει | να έχω ψευδίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψευδίσει | είχες ψευδίσει | θα έχεις ψευδίσει | να έχεις ψευδίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψευδίσει | είχε ψευδίσει | θα έχει ψευδίσει | να έχει ψευδίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψευδίσει | είχαμε ψευδίσει | θα έχουμε ψευδίσει | να έχουμε ψευδίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψευδίσει | είχατε ψευδίσει | θα έχετε ψευδίσει | να έχετε ψευδίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψευδίσει | είχαν ψευδίσει | θα έχουν ψευδίσει | να έχουν ψευδίσει |
| |
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ψεύδομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.