ψευτάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψευτάκος | οι | ψευτάκοι |
| γενική | του | ψευτάκου | των | ψευτάκων |
| αιτιατική | τον | ψευτάκο | τους | ψευτάκους |
| κλητική | ψευτάκο | ψευτάκοι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψευτάκος < ψεύτ(ης0 + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Συνώνυμα
- ψευταράκος
- ψευτράκος
Μεταφράσεις
ψευτάκος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.