ψευδοδιλημματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψευδοδιλημματικός | η | ψευδοδιλημματική | το | ψευδοδιλημματικό |
| γενική | του | ψευδοδιλημματικού | της | ψευδοδιλημματικής | του | ψευδοδιλημματικού |
| αιτιατική | τον | ψευδοδιλημματικό | την | ψευδοδιλημματική | το | ψευδοδιλημματικό |
| κλητική | ψευδοδιλημματικέ | ψευδοδιλημματική | ψευδοδιλημματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψευδοδιλημματικοί | οι | ψευδοδιλημματικές | τα | ψευδοδιλημματικά |
| γενική | των | ψευδοδιλημματικών | των | ψευδοδιλημματικών | των | ψευδοδιλημματικών |
| αιτιατική | τους | ψευδοδιλημματικούς | τις | ψευδοδιλημματικές | τα | ψευδοδιλημματικά |
| κλητική | ψευδοδιλημματικοί | ψευδοδιλημματικές | ψευδοδιλημματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.
Ετυμολογία
- ψευδοδιλημματικός < ψευδοδίλημμα (γενική ψευδοδιλήμματ-ος) + -ικός
Επίθετο
ψευδοδιλημματικός,ή,ό και ψευτοδιλημματικός
- που προκαλεί ψευδοδιλήμματα
- Οι ψευδοδιλημματικές καταστάσεις-αντιπαραθέσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.