ψευδοδιλημματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψευδοδιλημματικός η ψευδοδιλημματική το ψευδοδιλημματικό
      γενική του ψευδοδιλημματικού της ψευδοδιλημματικής του ψευδοδιλημματικού
    αιτιατική τον ψευδοδιλημματικό την ψευδοδιλημματική το ψευδοδιλημματικό
     κλητική ψευδοδιλημματικέ ψευδοδιλημματική ψευδοδιλημματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψευδοδιλημματικοί οι ψευδοδιλημματικές τα ψευδοδιλημματικά
      γενική των ψευδοδιλημματικών των ψευδοδιλημματικών των ψευδοδιλημματικών
    αιτιατική τους ψευδοδιλημματικούς τις ψευδοδιλημματικές τα ψευδοδιλημματικά
     κλητική ψευδοδιλημματικοί ψευδοδιλημματικές ψευδοδιλημματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία

ψευδοδιλημματικός < ψευδοδίλημμα (γενική ψευδοδιλήμματ-ος) + -ικός

Επίθετο

ψευδοδιλημματικός,ή,ό και ψευτοδιλημματικός

  1. που προκαλεί ψευδοδιλήμματα
    Οι ψευδοδιλημματικές καταστάσεις-αντιπαραθέσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.