πρωτοκανονικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πρωτοκανονικά
      γενική των πρωτοκανονικών
    αιτιατική τα πρωτοκανονικά
     κλητική πρωτοκανονικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτοκανονικά < πρωτο- + κανονικά

Ουσιαστικό

πρωτοκανονικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.