πρωτοκανονικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | πρωτοκανονικά | ||
| γενική | των | πρωτοκανονικών | ||
| αιτιατική | τα | πρωτοκανονικά | ||
| κλητική | πρωτοκανονικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πρωτοκανονικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (θρησκεία) τα 24 (ή 22) βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης που θεωρούνται ιερά και θεόπνευστα
-
Protocanonical books στην αγγλική Βικιπαίδεια

-
Βιβλικός κανόνας στη Βικιπαίδεια

- δευτεροκανονικά
- απόκρυφα
- ψευδεπίγραφα
Μεταφράσεις
πρωτοκανονικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.