εψές

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εψές < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀψέ > ὀψές (δείτε ψες) > ἐψές με αφομοίωση των φθόγγων [o], [e] > [e], [e][1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpses/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εψές

Επίρρημα

εψές

  • (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ψες

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.