ψαρέμπορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ψαρέμπορος | οι | ψαρέμποροι |
| γενική | του/της του |
ψαρεμπόρου ψαρέμπορου |
των | ψαρεμπόρων & ψαρέμπορων |
| αιτιατική | τον/την | ψαρέμπορο | τους/τις τους |
ψαρεμπόρους ψαρέμπορους |
| κλητική | ψαρέμπορε | ψαρέμποροι | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψαρέμπορος αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που εμπορεύεται ψάρια
- ψαρέμπορας (λαϊκότροπο)
Συνώνυμα
- ιχθυέμπορος (επίσημο)
- μπαλουχανατζής (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις
ψαρέμπορος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.