ψαθοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψαθοποιός | οι | ψαθοποιοί |
| γενική | του | ψαθοποιού | των | ψαθοποιών |
| αιτιατική | τον | ψαθοποιό | τους | ψαθοποιούς |
| κλητική | ψαθοποιέ | ψαθοποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψαθοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- επάγγελμα που τείνει να εκλείψει στην Ελλάδα καθώς η κατασκευή ψάθινων ειδών έχει περιέλθει στη μαζική παραγωγή βιομηχανιών και στις οικιακές βιοτεχνίες (φασόν) άλλων χωρών. Άλλοτε ο ψαθοποιός ή ψαθάς ήταν εκείνος που επεξεργαζόταν την ψάθα για την κατασκευή διαφόρων ειδών κυρίως οικιακής χρήσης καθώς και εκείνος που συχνά αναλάμβανε την επιδιόρθωσή τους όταν το πλέγμα της ψάθας φθειρόταν.
Μεταφράσεις
ψαθοποιός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.