ψάθωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψάθωμα τα ψαθώματα
      γενική του ψαθώματος των ψαθωμάτων
    αιτιατική το ψάθωμα τα ψαθώματα
     κλητική ψάθωμα ψαθώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψάθωμα < ψαθώνω

Ουσιαστικό

ψάθωμα ουδέτερο

  • η κάλυψη ή το γέμισμα ενός αντικειμένου με ψάθα ή η δημιουργία ιστού με το ίδιο υλικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.