χόος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
χόος < *χόϜ-ος, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που συναντάμε στο χέω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | χόος > χοῦς | οἱ | χόοι > χοῖ |
| γενική | τοῦ | χόου > χοῦ | τῶν | χόων > χῶν |
| δοτική | τῷ | χόῳ > χῷ | τοῖς | χόοις > χοῖς |
| αιτιατική | τὸν | χόον > χοῦν | τοὺς | χόους > χοῦς |
| κλητική ὦ! | χόε > χοῦ | χόοι > χοῖ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χόω > χώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χόοιν > χοῖν | ||
| 2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλόος' όπως «πλόος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
χόος (συνήθως και αρχικά αρσενικό μεταγενέστερα απαντά και θηλυκό)
Πηγές
- χόος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- χοῦς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χοῦς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.