χωροφυλακίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωροφυλακίνα οι χωροφυλακίνες
      γενική της χωροφυλακίνας των χωροφυλακίνων
    αιτιατική τη χωροφυλακίνα τις χωροφυλακίνες
     κλητική χωροφυλακίνα χωροφυλακίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χωροφυλακίνα < χωροφύλακας

Ουσιαστικό

χωροφυλακίνα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.