χωροθέτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χωροθέτηση | οι | χωροθετήσεις |
| γενική | της | χωροθέτησης* | των | χωροθετήσεων |
| αιτιατική | τη | χωροθέτηση | τις | χωροθετήσεις |
| κλητική | χωροθέτηση | χωροθετήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, χωροθετήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
χωροθέτηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.