χωρίον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | χωρίον | τὰ | χωρίᾰ |
| γενική | τοῦ | χωρίου | τῶν | χωρίων |
| δοτική | τῷ | χωρίῳ | τοῖς | χωρίοις |
| αιτιατική | τὸ | χωρίον | τὰ | χωρίᾰ |
| κλητική ὦ! | χωρίον | χωρίᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χωρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χωρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χωρίον < χώρ(α), χῶρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίον
Ουσιαστικό
χωρίον ουδέτερο
- περιοχή, μικρή πόλη, υποκοριστικό της χώρας
- ιδιαίτερος χώρος, το τμήμα που περιβάλλεται μεταξύ γραμμών, όπως στο τρίγωνο, στο τετράγωνο κ.λπ., ιδιαίτερη περιοχή
- (ελληνιστική σημασία) χωρίο ενός κειμένου
- (ιατρική) τὸ χωρίον τὸ ἐπὶ τοῦ ἥπατος (Ιπποκράτης)
Πηγές
- χωρίον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χωρίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.