χωματερή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωματερή οι χωματερές
      γενική της χωματερής των χωματερών
    αιτιατική τη χωματερή τις χωματερές
     κλητική χωματερή χωματερές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χωματερή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χωματερή θηλυκό

  • τόπος όπου ρίχνονται απορρίμματα και μετά καλύπτονται με χώμα, δέντρα κ.λπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.