χτιστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χτιστός | η | χτιστή | το | χτιστό |
| γενική | του | χτιστού | της | χτιστής | του | χτιστού |
| αιτιατική | τον | χτιστό | τη | χτιστή | το | χτιστό |
| κλητική | χτιστέ | χτιστή | χτιστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χτιστοί | οι | χτιστές | τα | χτιστά |
| γενική | των | χτιστών | των | χτιστών | των | χτιστών |
| αιτιατική | τους | χτιστούς | τις | χτιστές | τα | χτιστά |
| κλητική | χτιστοί | χτιστές | χτιστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χτιστός < μετατροπή από "κ" σε "χ" του κτιστός
Μεταφράσεις
χτιστός
|
→ δείτε τη λέξη κτιστός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.