χρωμο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. χρωμο- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρωμο- & διαγλωσσική ορολογία chromo-. Συγχρονικά αναλύεται σε χρώμ(α) + -ο-
  2. χρωμο- < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chromo- < chrome ("χρώμιο") < αρχαία ελληνική χρῶμ(α) + -ο- & διαγλωσσική ορολογία chromo-[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾo.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρωμο-

Πρόθημα

χρωμο-, χρωμό- (και χρωμ- πριν από φωνήεν)

Παράγωγα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χρωμο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χρωμό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χρωμ- στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη χρώμα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χρωμο- < αρχαία ελληνική χρῶμ(α) + -ο-

Πρόθημα

χρωμο-

Παράγωγα

  • Ελληνιστικές λέξεις με πρόθημα χρωμο- στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη χρῶμα

Απόγονοι

χρωμο- (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: χρωμο-
διαγλωσσικοί όροι: chromo-
νέα ελληνικά: χρωμο-
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.