χρωμοκρασία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χρωμοκρασί αἱ χρωμοκρασίαι
      γενική τῆς χρωμοκρασίᾱς τῶν χρωμοκρασιῶν
      δοτική τῇ χρωμοκρασί ταῖς χρωμοκρασίαις
    αιτιατική τὴν χρωμοκρασίᾱν τὰς χρωμοκρασίᾱς
     κλητική ! χρωμοκρασί χρωμοκρασίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρωμοκρασί
γεν-δοτ τοῖν  χρωμοκρασίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρωμοκρασία < χρωμο- + -κρασία (< αρχαία ελληνική κεράννυμι)

Ουσιαστικό

χρωμοκρᾱσία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.