χρυσοχοείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χρυσοχοείο | τα | χρυσοχοεία |
| γενική | του | χρυσοχοείου | των | χρυσοχοείων |
| αιτιατική | το | χρυσοχοείο | τα | χρυσοχοεία |
| κλητική | χρυσοχοείο | χρυσοχοεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρυσοχοείο < χρυσοχόος
Ουσιαστικό
χρυσοχοείο ουδέτερο
- ο χώρος εργασίας, το εργαστήριο του χρυσοχόου
Μεταφράσεις
χρυσοχοείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.