χρυσίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χρυσίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χρυσίζω < χρυσ(ός) + -ίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾiˈsi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σί‐ζω
Ρήμα
χρυσίζω, πρτ.: χρύσιζα, αόρ.: χρύσισα (χωρίς παθητική φωνή)
- έχω χρυσές ανταύγειες, έχω περίπου χρυσαφένιο χρώμα
- ↪ τα μαλλιά μου είναι καστανόξανθα, αλλά στον ήλιο, χρυσίζουν
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χρυσίζω | χρύσιζα | θα χρυσίζω | να χρυσίζω | χρυσίζοντας | |
| β' ενικ. | χρυσίζεις | χρύσιζες | θα χρυσίζεις | να χρυσίζεις | χρύσιζε | |
| γ' ενικ. | χρυσίζει | χρύσιζε | θα χρυσίζει | να χρυσίζει | ||
| α' πληθ. | χρυσίζουμε | χρυσίζαμε | θα χρυσίζουμε | να χρυσίζουμε | ||
| β' πληθ. | χρυσίζετε | χρυσίζατε | θα χρυσίζετε | να χρυσίζετε | χρυσίζετε | |
| γ' πληθ. | χρυσίζουν(ε) | χρύσιζαν χρυσίζαν(ε) |
θα χρυσίζουν(ε) | να χρυσίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χρύσισα | θα χρυσίσω | να χρυσίσω | χρυσίσει | ||
| β' ενικ. | χρύσισες | θα χρυσίσεις | να χρυσίσεις | χρύσισε | ||
| γ' ενικ. | χρύσισε | θα χρυσίσει | να χρυσίσει | |||
| α' πληθ. | χρυσίσαμε | θα χρυσίσουμε | να χρυσίσουμε | |||
| β' πληθ. | χρυσίσατε | θα χρυσίσετε | να χρυσίσετε | χρυσίστε | ||
| γ' πληθ. | χρύσισαν χρυσίσαν(ε) |
θα χρυσίσουν(ε) | να χρυσίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χρυσίσει | είχα χρυσίσει | θα έχω χρυσίσει | να έχω χρυσίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χρυσίσει | είχες χρυσίσει | θα έχεις χρυσίσει | να έχεις χρυσίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χρυσίσει | είχε χρυσίσει | θα έχει χρυσίσει | να έχει χρυσίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χρυσίσει | είχαμε χρυσίσει | θα έχουμε χρυσίσει | να έχουμε χρυσίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χρυσίσει | είχατε χρυσίσει | θα έχετε χρυσίσει | να έχετε χρυσίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χρυσίσει | είχαν χρυσίσει | θα έχουν χρυσίσει | να έχουν χρυσίσει |
| |
Μεταφράσεις
χρυσίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.