χρονογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χρονογραφώ < ελληνιστική κοινή χρονογραφέω / χρονογραφῶ[1] < χρονογράφος < αρχαία ελληνική χρόνος + γράφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χρονογραφώ | χρονογραφούσα | θα χρονογραφώ | να χρονογραφώ | χρονογραφώντας | |
| β' ενικ. | χρονογραφείς | χρονογραφούσες | θα χρονογραφείς | να χρονογραφείς | (χρονογράφει) | |
| γ' ενικ. | χρονογραφεί | χρονογραφούσε | θα χρονογραφεί | να χρονογραφεί | ||
| α' πληθ. | χρονογραφούμε | χρονογραφούσαμε | θα χρονογραφούμε | να χρονογραφούμε | ||
| β' πληθ. | χρονογραφείτε | χρονογραφούσατε | θα χρονογραφείτε | να χρονογραφείτε | χρονογραφείτε | |
| γ' πληθ. | χρονογραφούν(ε) | χρονογραφούσαν(ε) | θα χρονογραφούν(ε) | να χρονογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χρονογράφησα | θα χρονογραφήσω | να χρονογραφήσω | χρονογραφήσει | ||
| β' ενικ. | χρονογράφησες | θα χρονογραφήσεις | να χρονογραφήσεις | χρονογράφησε | ||
| γ' ενικ. | χρονογράφησε | θα χρονογραφήσει | να χρονογραφήσει | |||
| α' πληθ. | χρονογραφήσαμε | θα χρονογραφήσουμε | να χρονογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | χρονογραφήσατε | θα χρονογραφήσετε | να χρονογραφήσετε | χρονογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | χρονογράφησαν χρονογραφήσαν(ε) |
θα χρονογραφήσουν(ε) | να χρονογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χρονογραφήσει | είχα χρονογραφήσει | θα έχω χρονογραφήσει | να έχω χρονογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χρονογραφήσει | είχες χρονογραφήσει | θα έχεις χρονογραφήσει | να έχεις χρονογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χρονογραφήσει | είχε χρονογραφήσει | θα έχει χρονογραφήσει | να έχει χρονογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χρονογραφήσει | είχαμε χρονογραφήσει | θα έχουμε χρονογραφήσει | να έχουμε χρονογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χρονογραφήσει | είχατε χρονογραφήσει | θα έχετε χρονογραφήσει | να έχετε χρονογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χρονογραφήσει | είχαν χρονογραφήσει | θα έχουν χρονογραφήσει | να έχουν χρονογραφήσει |
| |
Μεταφράσεις
χρονογραφώ
|
|
- χρονογραφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.